κότταβος

κότταβος
Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε απομείνει στο κύπελλό του μέσα σε ένα δοχείο που χρησίμευε για στόχος, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη χυθεί ούτε σταγόνα. Το δοχείο αυτό ονομαζόταν κοττάβιο ή κοτταβείο. Ο παίκτης, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, έπρεπε να κρατήσει τη θέση του και να χρησιμοποιήσει μόνο το δεξί του χέρι. Πιθανή επιτυχία σήμαινε την ευόδωση των ερωτικών προσδοκιών του νικητή. Σώζονται αρκετές παραστάσεις του παιχνιδιού στην ελληνική αγγειογραφία.
* * *
κότταβος, ιων. και αρχ. αττ. τ. κόσσαβος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι που έπαιζαν στα συμπόσια και κατά το οποίο ο κάθε παίκτης έριχνε με δύναμη σε μετάλλινη λεκάνη σταγόνες κρασιού ή νερού που είχαν απομείνει στο ποτήρι του, ενώ ταυτόχρονα έλεγε το όνομα προσφιλούς του προσώπου, και από τον παραγόμενο ήχο μάντευε τον βαθμό τής αγάπης τού προσώπου αυτού
2. παρεμφερές παιχνίδι, εξέλιξη τού προηγουμένου, κατά το οποίο τοποθετούσαν πολλά μικρά άδεια αγγεία με τρόπο ώστε να επιπλέουν σε λεκάνη με υγρό και ο κάθε παίκτης έχυνε το κρασί του μέσα σ' αυτήν προσπαθώντας να ανατρέψει όσο το δυνατό περισσότερα αγγεία
3. παρόμοιο παιχνίδι, κατά το οποίο κάθε παίκτης έχυνε κρασί σε μία πλάστιγγα, η οποία ήταν κρεμασμένη πάνω από ένα μικρό άγαλμα που βρισκόταν μέσα σε νερό, και προσπαθούσε με αυτόν τον τρόπο να πλήξει η πλάστιγγα το κεφάλι τού αγάλματος
4. το έπαθλο τού παιχνιδιού
5. το κρασί που έχυναν κατά τη διάρκεια αυτού τού παιχνιδιού
6. μετάλλινη λεκάνη που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι τού κοττάβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. τής λ. είναι επίσης αβέβαιη, ίσως σήμαινε είδος δοχείου. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κοττύς* «κεφαλή», κόττος «κύβος» και κοτύλη* «είδος ποτηριού». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottabus.
ΠΑΡ. αρχ. κοττάβειον, κοτταβείον, κοτταβίζω, κοτταβικός, κοττάβινορ, κοττάβιον, κοτταβίς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. μεθυσοκότταβος, ψηλαφησικότταβος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κότταβος — the cottabos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Коттабос — (Κότταβος) застольная игра древних греков, по преданию, сицилийского происхождения. На верху шеста или высокого канделябра прикреплялся рычаг с чашкой весов, а под ней небольшая фигурка. Задача К. состояла в бросании остатков вина вверх таким… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • КОТТАБ —    • Κότταβος,          см. Cibus, Пища, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • κοττάβοις — κότταβος the cottabos masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοττάβου — κότταβος the cottabos masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοττάβους — κότταβος the cottabos masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοττάβων — κότταβος the cottabos masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοττάβῳ — κότταβος the cottabos masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότταβοι — κότταβος the cottabos masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότταβον — κότταβος the cottabos masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”